αναπλειστηριάζω

αναπλειστηριάζω
πλειστηριάζω εκ νέου ή κατ’ επανάληψη, επαναλαμβάνω πλειστηριασμό που δεν έγινε ή ακυρώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + πλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολ. Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναπλειστηρίαζω — ασα, άστηκα, ασμένος, ξανακάνω πλειστηριασμό που ματαιώθηκε ή ακυρώθηκε: Αναπλειστηριάστηκε το ακίνητο, γιατί ο προηγούμενος πλειστηριασμός ακυρώθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπλειστηριασμός — ο εκ νέου πλειστηριασμός, επανάληψη πλειστηριασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλειστηριάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”